δισύμφωνος

δισύμφωνος
-ο
αυτός που αποτελείται από δύο σύμφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + σύμφωνο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Πανταζίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”